- κομμισάριος
- κομμισάριος, ὁ (Μ)βλ. κομισάριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομισάριος — ο (Μ κομμισάριος) επίτροπος, πληρεξούσιος νεοελλ. 1. μέλος τής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τής Κομισιόν 2. φρ. «κομισάριος τού λαού» (προπολεμικά στην ΕΣΣΔ) μέλος τής κυβέρνησης, υπουργός μσν. επιστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. commissario <… … Dictionary of Greek